σεμνύνομαι

σεμνύνομαι
σεμνύ̱νομαι , σεμνύνω
exalt
aor subj mid 1st sg (epic)
σεμνύ̱νομαι , σεμνύνω
exalt
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεμνύνομαι — 1. καμαρώνω για κάτι: Σεμνύνεται το έθνος για το έπος του ’40. 2. δείχνω αλαζονεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναβρύνομαι — (AM ἐναβρύνομαι) υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι αρχ. 1. (απολ.) κορδώνομαι 2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι 3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι 4. έχω κάτι για καύχημα («χώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.) …   Dictionary of Greek

  • ενασμενίζω — και ενασμενίζομαι (AM ἐνασμενίζω) ευχαριστούμαι με κάτι, ικανοποιούμαι, αισθάνομαι χαρά, τό δέχομαι ευχάριστα και πρόθυμα («συμποσίοις ἐπικαίροις ἐνασμενίζω», Φίλ.) νεοελλ. ενασμενίζομαι σεμνύνομαι, καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι, (κυρίως ανάρμοστα …   Dictionary of Greek

  • εναυχώ — ἐναυχῶ, έω (Α) καυχιέμαι, καμαρώνω, σεμνύνομαι για κάτι …   Dictionary of Greek

  • σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”